μολυβιά

μολυβιά
η
-ιάς, γραμμή που χαράχτηκε με μολύβι: Γέμισε το θρανίο με μολυβιές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μολυβιά — η [μολύβι] γραμμή χαραγμένη με μολύβι …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • Βαλάση, Ζωή — (Αθήνα 1945 ). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα με την κριτική βιβλίου, την πεζογραφία και την παιδική λογοτεχνία… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

  • γραντί — το 1. το χοντρό σκοινί το οποίο ράβεται γύρω από τα πανιά τών σκαφών για να μη σκίζονται από τον αέρα 2. φρ. α) «κάτω γραντί» το χοντρό σκοινί με τα μολύβια με το οποίο αρματώνεται το κάτω μέρος τού σάκου τής τράτας β) «πάνω γραντί» το ψιλό… …   Dictionary of Greek

  • κρητιδογραφία — Νεότερο είδος ζωγραφικής, κατά το οποίο ο καλλιτέχνης εργάζεται με πολύχρωμα μολύβια, παρόμοια με κιμωλίες (κρητίδες) πάνω σε χοντρό πορώδες χαρτί. Οι χρωματικοί τόνοι των κρητίδων χαρακτηρίζονται για την ασύγκριτη ζωηρότητα και την απαλότητά… …   Dictionary of Greek

  • μεταξοτυπία — Σύστημα εκτύπωσης γνωστό στους Κινέζους από την αρχαιότητα. Ως μήτρα χρησιμοποιείται ένα κομμάτι καθαρού μεταξωτού υφάσματος τεντωμένο σε τελάρο, επάνω στο οποίο γίνεται το σχέδιο με λιπαρά μολύβια ή μελάνια. Στη συνέχεια το ύφασμα επιστρώνεται… …   Dictionary of Greek

  • ξύστρα — η (ΑΜ ξύστρα) νεοελλ. 1. κάθε εργαλείο που χρησιμεύει για το ξύσιμο και τη λείανση μιας επιφάνειας 2. μικρό εργαλείο που κάνει αιχμηρά διάφορα αντικείμενα («ξύστρα για μολύβια») 3. μουσ. κρουστό ιδιόφωνο μουσικό όργανο που αποτελείται από ανώμαλη …   Dictionary of Greek

  • Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”